Παράγω στα ισλανδικά

Μετάφραση: παράγω, Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
afurðir, framleiða, framleiðsla, procreate
Παράγω στα ισλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: παράγω

παράγω παράξω, παράγω αόριστος, παράγω αντώνυμο, παράγω ετυμολογία, παράγω κλίση, παράγω λεξικό γλώσσας ισλανδικά, παράγω στα ισλανδικά

Μεταφράσεις

  • παράγοντας στα ισλανδικά - þáttur, þátturinn, atriði, storkuþáttar, þáttur sem
  • παράγραφος στα ισλανδικά - málsgrein, mgr, lið, málsgreinar, liður
  • παράγωγος στα ισλανδικά - afleiða, afleiðu, afleiðan, afleiður, afleidd
  • παράγων στα ισλανδικά - umboðsmaður, erindreki, umboðsmanni, umboðsaðili, efni, efnið
Τυχαίες λέξεις
Παράγω στα ισλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Μεταφράσεις: afurðir, framleiða, framleiðsla, procreate