Πληθυσμός στα δανικά

Μετάφραση: πληθυσμός, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
befolkning, population, befolkningen, befolkningens, populationen
Πληθυσμός στα δανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: πληθυσμός

πληθυσμός αθήνας, πληθυσμός ουκρανίας, πληθυσμός αθήνας 2013, πληθυσμός ιωαννίνων, πληθυσμός θεσσαλονίκης, πληθυσμός λεξικό γλώσσας δανικά, πληθυσμός στα δανικά

Μεταφράσεις

  • πληγή στα δανικά - sår, såret, viklet
  • πληγώνω στα δανικά - såre, scathe
  • πληθωριστικός στα δανικά - inflationær, inflatoriske, inflatorisk, inflationært, inflationære
  • πληθώρα στα δανικά - overflod, væld, utal, overfloden, mangfoldighed
Τυχαίες λέξεις
Πληθυσμός στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: befolkning, population, befolkningen, befolkningens, populationen