Πληθυσμός στα πορτογαλικά
Μετάφραση: πληθυσμός, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
povoar, população, populacional, da população, população de, populações
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: πληθυσμός
πληθυσμός αθήνας, πληθυσμός ουκρανίας, πληθυσμός αθήνας 2013, πληθυσμός ιωαννίνων, πληθυσμός θεσσαλονίκης, πληθυσμός λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, πληθυσμός στα πορτογαλικά
Μεταφράσεις
- πληγή στα πορτογαλικά - praga, calamidade, flagelo, ferida, ferimento, feridas, da ferida, ...
- πληγώνω στα πορτογαλικά - lesão, apressar, dano, ferir, inconveniente, ferida, vulnerar, ...
- πληθωριστικός στα πορτογαλικά - inflatório, inflacionário, inflacionária, inflacionista, inflacionistas
- πληθώρα στα πορτογαλικά - motim, orgia, bacanal, enxaguar, pletora, infinidade, variedade, ...
Τυχαίες λέξεις
Πληθυσμός στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: povoar, população, populacional, da população, população de, populações
Μεταφράσεις: povoar, população, populacional, da população, população de, populações