Πολυάσχολος στα δανικά
Μετάφραση: πολυάσχολος, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
meget travlt, meget travl, meget optaget, travlt
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: πολυάσχολος
πολυάσχολος συνώνυμο, πολυάσχολος συνώνυμα, πολυάσχολος λεξικό γλώσσας δανικά, πολυάσχολος στα δανικά
Μεταφράσεις
- πολτός στα δανικά - papirmasse, pulp, pulpen, papirmasse-, cellulose
- πολυάριθμος στα δανικά - talrige, mange, utallige, adskillige, lang række
- πολυδάπανος στα δανικά - dyrt, dyre, kostbare, kostbar, omkostningskrævende
- πολυειδής στα δανικά - mangeartede, uensartet, mangfoldig, mangfoldige, mangfoldigt
Τυχαίες λέξεις
Πολυάσχολος στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: meget travlt, meget travl, meget optaget, travlt
Μεταφράσεις: meget travlt, meget travl, meget optaget, travlt