Πολυάσχολος στα ολλανδικά

Μετάφραση: πολυάσχολος, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
erg druk, zeer drukke, zeer druk, heel druk
Πολυάσχολος στα ολλανδικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: πολυάσχολος

πολυάσχολος συνώνυμο, πολυάσχολος συνώνυμα, πολυάσχολος λεξικό γλώσσας ολλανδικά, πολυάσχολος στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • πολτός στα ολλανδικά - tepel, speen, pulp, vruchtvlees, pulp-, van pulp, de pulp
  • πολυάριθμος στα ολλανδικά - talrijk, vele, talrijke, tal, tal van
  • πολυδάπανος στα ολλανδικά - buitensporig, kostbaar, duur, kostbare, dure, duurder
  • πολυειδής στα ολλανδικά - veelsoortig, velerlei, veelsoortige, heterogene, een heterogene
Τυχαίες λέξεις
Πολυάσχολος στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: erg druk, zeer drukke, zeer druk, heel druk