Πολυάσχολος στα πορτογαλικά
Μετάφραση: πολυάσχολος, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
muito ocupado, muito movimentada, muito ocupada, muito ocupados
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: πολυάσχολος
πολυάσχολος συνώνυμο, πολυάσχολος συνώνυμα, πολυάσχολος λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, πολυάσχολος στα πορτογαλικά
Μεταφράσεις
- πολτός στα πορτογαλικά - mamilo, polpa, celulose, de celulose, polpa de, de pasta
- πολυάριθμος στα πορτογαλικά - numeroso, numerosos, numerosas, inúmeras, numerosa
- πολυδάπανος στα πορτογαλικά - dispendioso, caro, dispendiosa, onerosa, oneroso
- πολυειδής στα πορτογαλικά - múltiplo, multifário, variado, multifacetado, heterogénea
Τυχαίες λέξεις
Πολυάσχολος στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: muito ocupado, muito movimentada, muito ocupada, muito ocupados
Μεταφράσεις: muito ocupado, muito movimentada, muito ocupada, muito ocupados