Πολυάσχολος στα ουκρανικά

Μετάφραση: πολυάσχολος, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
рум'янець, гарячковий, дуже зайнятий, дуже заклопотаний
Πολυάσχολος στα ουκρανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: πολυάσχολος

πολυάσχολος συνώνυμο, πολυάσχολος συνώνυμα, πολυάσχολος λεξικό γλώσσας ουκρανικά, πολυάσχολος στα ουκρανικά

Μεταφράσεις

  • πολτός στα ουκρανικά - пюре, емульсія, паста, легеневий, кашка, м'якоть, м'якуш, ...
  • πολυάριθμος στα ουκρανικά - численний, численні, багаточисельні, чисельні
  • πολυδάπανος στα ουκρανικά - дорогий, коштовний, найдорожчий, дорожчий
  • πολυειδής στα ουκρανικά - різноманітний, найрізноманітніший
Τυχαίες λέξεις
Πολυάσχολος στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: рум'янець, гарячковий, дуже зайнятий, дуже заклопотаний