Πρήζω στα δανικά
Μετάφραση: πρήζω, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
svulme, bloat, oppustet, unødigt stor, trommesyge
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: πρήζω
πρήζω english, πρήζω η πριζω, πρήζω λεξικό γλώσσας δανικά, πρήζω στα δανικά
Μεταφράσεις
- πρέπων στα δανικά - rigtig, Korrekt, Proper, ordentlig, en korrekt, UN
- πρέσβης στα δανικά - bud, ambassadør, Ambassador, ambassadøren
- πρήξιμο στα δανικά - hævelse, hævelser, hævede, kvældning, ekspandering
- πρίγκιπας στα δανικά - prins, Prince, prinsen, fyrste, Fyrsten
Τυχαίες λέξεις
Πρήζω στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: svulme, bloat, oppustet, unødigt stor, trommesyge
Μεταφράσεις: svulme, bloat, oppustet, unødigt stor, trommesyge