Πρήζω στα ιταλικά

Μετάφραση: πρήζω, Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
enfiare, gonfiare, bloat, troppo grosso, ingrossi, pesantezza
Πρήζω στα ιταλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: πρήζω

πρήζω english, πρήζω η πριζω, πρήζω λεξικό γλώσσας ιταλικά, πρήζω στα ιταλικά

Μεταφράσεις

  • πρέπων στα ιταλικά - buono, decoroso, adeguato, convenevole, giusto, corretto, conveniente, ...
  • πρέσβης στα ιταλικά - ambasciatore, Ambassador, ambasciatrice, dell'ambasciatore, l'ambasciatore
  • πρήξιμο στα ιταλικά - gonfiore, rigonfiamento, il gonfiore, gonfiori, gonfiamento
  • πρίγκιπας στα ιταλικά - principe, prince, del Principe, il Principe
Τυχαίες λέξεις
Πρήζω στα ιταλικά - Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Μεταφράσεις: enfiare, gonfiare, bloat, troppo grosso, ingrossi, pesantezza