Προκαταλαμβάνω στα δανικά
Μετάφραση: προκαταλαμβάνω, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
prepossess
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: προκαταλαμβάνω
προκαταλαμβάνω λεξικό γλώσσας δανικά, προκαταλαμβάνω στα δανικά
Μεταφράσεις
- προκατάληψη στα δανικά - fordom, partiskhed, skævhed, forspænding, fordomme, skævheder
- προκαταβάλλω στα δανικά - fremrykning, fremskridt, prokatavallo
- προκαταρκτικός στα δανικά - foreløbig, indledende, præjudiciel, foreløbige, præjudicielle
- προκατειλημμένος στα δανικά - jaundiced, gulfarvning af huden, mistænksomhed
Τυχαίες λέξεις
Προκαταλαμβάνω στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: prepossess
Μεταφράσεις: prepossess