Προκαταλαμβάνω στα πορτογαλικά
Μετάφραση: προκαταλαμβάνω, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
predispor, causar boa impressão em, inclinar
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: προκαταλαμβάνω
προκαταλαμβάνω λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, προκαταλαμβάνω στα πορτογαλικά
Μεταφράσεις
- προκατάληψη στα πορτογαλικά - preconceito, prejuízo, inclinar, viés, viés de, tendência, bias
- προκαταβάλλω στα πορτογαλικά - avanço, avançar, andar, prokatavallo
- προκαταρκτικός στα πορτογαλικά - preliminar, preconceito, prejudicial, prejudicial apresentado, preliminares, prévia
- προκατειλημμένος στα πορτογαλικά - invejoso, icterícia, ictérico, ictéricos, com icterícia
Τυχαίες λέξεις
Προκαταλαμβάνω στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: predispor, causar boa impressão em, inclinar
Μεταφράσεις: predispor, causar boa impressão em, inclinar