Προκαταλαμβάνω στα ουγγρικά
Μετάφραση: προκαταλαμβάνω, Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
hatással van rá, elfogulttá tesz vmi javára
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: προκαταλαμβάνω
προκαταλαμβάνω λεξικό γλώσσας ουγγρικά, προκαταλαμβάνω στα ουγγρικά
Μεταφράσεις
- προκατάληψη στα ουγγρικά - elfogultság, rézsútosság, egyoldalúság, előítélet, torzítás, torzítást, elfogultságot
- προκαταβάλλω στα ουγγρικά - javulás, prokatavallo
- προκαταρκτικός στα ουγγρικά - előzetes, az előzetes, előzetesen, elözetes, elızetes
- προκατειλημμένος στα ουγγρικά - epés, kaján, irigy, icterusos, icterus
Τυχαίες λέξεις
Προκαταλαμβάνω στα ουγγρικά - Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Μεταφράσεις: hatással van rá, elfogulttá tesz vmi javára
Μεταφράσεις: hatással van rá, elfogulttá tesz vmi javára