Πρωταρχικός στα δανικά
Μετάφραση: πρωταρχικός, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
primær, primære, primært, den primære, første
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: πρωταρχικός
πρωταρχικός αριθμός, πρωταρχικός συνώνυμο, πρωταρχικόσ συνώνυμα, πρωταρχικόσ παράγοντασ, πρωταρχικός στόχος ενός συστήματος αξιολόγησης, πρωταρχικός λεξικό γλώσσας δανικά, πρωταρχικός στα δανικά
Μεταφράσεις
- πρωταγωνιστής στα δανικά - stjerne, hovedperson, hovedpersonen, hovedpersonens, aktør
- πρωταθλητής στα δανικά - mester, champion, forkæmper, mesteren, vinder
- πρωτεία στα δανικά - forrang, har forrang, fællesskabsrettens forrang, primat
- πρωτεύουσα στα δανικά - kapital, hovedstad, hovedstaden, kapitalen, kapitalbevægelser
Τυχαίες λέξεις
Πρωταρχικός στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: primær, primære, primært, den primære, første
Μεταφράσεις: primær, primære, primært, den primære, første