Πρωταρχικός στα εσθονικά
Μετάφραση: πρωταρχικός, Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
esmajärguline, esmane, esmase, esmaste, primaarse, esmast
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: πρωταρχικός
πρωταρχικός αριθμός, πρωταρχικός συνώνυμο, πρωταρχικόσ συνώνυμα, πρωταρχικόσ παράγοντασ, πρωταρχικός στόχος ενός συστήματος αξιολόγησης, πρωταρχικός λεξικό γλώσσας εσθονικά, πρωταρχικός στα εσθονικά
Μεταφράσεις
- πρωταγωνιστής στα εσθονικά - täht, staar, tärn, esinäitleja, peategelane, peategelase, peategelast, ...
- πρωταθλητής στα εσθονικά - meister, parim, champion, tšempion, meistriks, võitleja
- πρωτεία στα εσθονικά - esikoht, ülimuslikkuse, ülimuslikkus, ülimuslikkust, ülimuslikkusest
- πρωτεύουσα στα εσθονικά - kapital, kapiteel, kapitali, pealinnas, pealinna, kapitalist
Τυχαίες λέξεις
Πρωταρχικός στα εσθονικά - Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Μεταφράσεις: esmajärguline, esmane, esmase, esmaste, primaarse, esmast
Μεταφράσεις: esmajärguline, esmane, esmase, esmaste, primaarse, esmast