Ρευστοποιώ στα δανικά

Μετάφραση: ρευστοποιώ, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
Blødgør, blødgøring, Blødgør til
Ρευστοποιώ στα δανικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ρευστοποιώ

ρευστοποιώ λεξικό γλώσσας δανικά, ρευστοποιώ στα δανικά

Μεταφράσεις

  • ρευματισμοί στα δανικά - gigt, reumatisme, rheumatisme, af gigt
  • ρευστοποίηση στα δανικά - likvidation, afvikling, afviklingen, konkurs, likvidationen
  • ρευστότητα στα δανικά - likviditet, likviditeten, likviditets-
  • ρεύμα στα δανικά - nærværende, bæk, strøm, nuværende, aktuelle, gældende, løbende
Τυχαίες λέξεις
Ρευστοποιώ στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: Blødgør, blødgøring, Blødgør til