Ρευστοποιώ στα πορτογαλικά
Μετάφραση: ρευστοποιώ, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
matar, liquidar, saldar, líquido, liquefazer, liquify, Dissolver, liquefaça
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ρευστοποιώ
ρευστοποιώ λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, ρευστοποιώ στα πορτογαλικά
Μεταφράσεις
- ρευματισμοί στα πορτογαλικά - reumatismo, rheumatism, o reumatismo, reumatismos, o rheumatism
- ρευστοποίηση στα πορτογαλικά - liquidação, de liquidação, a liquidação
- ρευστότητα στα πορτογαλικά - liquidez, de liquidez, a liquidez, da liquidez
- ρεύμα στα πορτογαλικά - regatos, ribeiro, vigente, corrente, fluxo, actual, atual, ...
Τυχαίες λέξεις
Ρευστοποιώ στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: matar, liquidar, saldar, líquido, liquefazer, liquify, Dissolver, liquefaça
Μεταφράσεις: matar, liquidar, saldar, líquido, liquefazer, liquify, Dissolver, liquefaça