Ροή στα δανικά
Μετάφραση: ροή, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
strøm, flow, flyde, strømme, strømmer, flyder
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ροή
ροή εκλογικών αποτελεσμάτων, ροή συνώνυμο, ροή φορτίου, ροή ειδήσεων, ροή αποτελεσμάτων εκλογών 2014, ροή λεξικό γλώσσας δανικά, ροή στα δανικά
Μεταφράσεις
- ριψοκίνδυνος στα δανικά - farlig, hensynsløs, uforsvarlig, hensynsløse, letsindigt, unødvendige
- ριψοκινδυνεύω στα δανικά - fare, risiko, eventyr, adventure, eventyret, oplevelse
- ροδέλα στα δανικά - spændeskive, vaskemaskine, skive, opvaskemaskine, vasker
- ροδαλός στα δανικά - rød, blomstrende, florid, den blomstrende, svulstig, svulstige
Τυχαίες λέξεις
Ροή στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: strøm, flow, flyde, strømme, strømmer, flyder
Μεταφράσεις: strøm, flow, flyde, strømme, strømmer, flyder