Σκέπτομαι στα δανικά

Μετάφραση: σκέπτομαι, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
mene, tænke, meditere, mediterer, at meditere, meditation
Σκέπτομαι στα δανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: σκέπτομαι

σκέπτομαι μα δεν υπάρχω, σκέφτομαι αρχαία, σκέφτομαι άρα υπάρχω, σκέπτομαι λεξικό γλώσσας δανικά, σκέπτομαι στα δανικά

Μεταφράσεις

  • σκάφος στα δανικά - skib, beholder, fartøj, fartøjet, fartøjets, skibet
  • σκέπασμα στα δανικά - låg, øjenlåg, dæksel, cover, dækning, dækslet, dække
  • σκέρτσο στα δανικά - morsomhed, vittighed, spøge, Scherzo, scherzoen
  • σκέτο στα δανικά - enkel, klar, slette, tydelig, neat, pæn, nydelige, ...
Τυχαίες λέξεις
Σκέπτομαι στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: mene, tænke, meditere, mediterer, at meditere, meditation