Σκέρτσο στα δανικά

Μετάφραση: σκέρτσο, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
morsomhed, vittighed, spøge, Scherzo, scherzoen
Σκέρτσο στα δανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: σκέρτσο

σκέρτσο απολις, σκέρτσο ιωαννινα, σκέρτσο αγρινιο, σκέρτσο bar, σκέρτσο πεταχτό, σκέρτσο λεξικό γλώσσας δανικά, σκέρτσο στα δανικά

Μεταφράσεις

  • σκέπασμα στα δανικά - låg, øjenlåg, dæksel, cover, dækning, dækslet, dække
  • σκέπτομαι στα δανικά - mene, tænke, meditere, mediterer, at meditere, meditation
  • σκέτο στα δανικά - enkel, klar, slette, tydelig, neat, pæn, nydelige, ...
  • σκέτος στα δανικά - enkel, tydelig, klar, slette, plain, almindeligt, almindelig, ...
Τυχαίες λέξεις
Σκέρτσο στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: morsomhed, vittighed, spøge, Scherzo, scherzoen