Σκαρφαλώνω στα δανικά
Μετάφραση: σκαρφαλώνω, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
klatre, stigning, opstigning, stigningen, klatretur
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: σκαρφαλώνω
σκαρφαλώνω συνώνυμα, ονειροκριτης σκαρφαλώνω, σκαρφαλώνω στα αγγλικά, σκαρφαλώνω λεξικό γλώσσας δανικά, σκαρφαλώνω στα δανικά
Μεταφράσεις
- σκαπάνη στα δανικά - hakke, hoe, radrenser, lugejern, hyppe
- σκαπανέας στα δανικά - Sapper, pionerer
- σκαστός στα δανικά - kæft, lukke, lukke op, holde kæft, kćft
- σκελετός στα δανικά - ramme, skelet, skelettet, skeleton
Τυχαίες λέξεις
Σκαρφαλώνω στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: klatre, stigning, opstigning, stigningen, klatretur
Μεταφράσεις: klatre, stigning, opstigning, stigningen, klatretur