Σκαρφαλώνω στα βουλγαρικά
Μετάφραση: σκαρφαλώνω, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
катерене, схватка, изкачване, набиране на височина, изкачи
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: σκαρφαλώνω
σκαρφαλώνω συνώνυμα, ονειροκριτης σκαρφαλώνω, σκαρφαλώνω στα αγγλικά, σκαρφαλώνω λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, σκαρφαλώνω στα βουλγαρικά
Μεταφράσεις
- σκαπάνη στα βουλγαρικά - лопатка, мотика, копае, окопавам, нос, копая
- σκαπανέας στα βουλγαρικά - сапьор, Сапьорът, пионер, Sapper
- σκαστός στα βουλγαρικά - млъкни, затвори, затворен, млъкне, млъкнеш
- σκελετός στα βουλγαρικά - конструкция, скелет, скелета, каркасни, каркасно
Τυχαίες λέξεις
Σκαρφαλώνω στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: катерене, схватка, изкачване, набиране на височина, изкачи
Μεταφράσεις: катерене, схватка, изкачване, набиране на височина, изкачи