Σκαρφαλώνω στα ολλανδικά
Μετάφραση: σκαρφαλώνω, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
klimmen, klauteren, beklimmen, klim, col, beklim
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: σκαρφαλώνω
σκαρφαλώνω συνώνυμα, ονειροκριτης σκαρφαλώνω, σκαρφαλώνω στα αγγλικά, σκαρφαλώνω λεξικό γλώσσας ολλανδικά, σκαρφαλώνω στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- σκαπάνη στα ολλανδικά - schoffel, schoffelen, hak, te schoffelen, houweel
- σκαπανέας στα ολλανδικά - sappeur, geniesoldaat, Sapper, Sapper van, geniesoldaat het
- σκαστός στα ολλανδικά - hou je mond, opgesloten, zwijgen, zwijg, opsluiten
- σκελετός στα ολλανδικά - bouw, voorbeeld, omlijsten, toonbeeld, vatten, kader, omlijsting, ...
Τυχαίες λέξεις
Σκαρφαλώνω στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: klimmen, klauteren, beklimmen, klim, col, beklim
Μεταφράσεις: klimmen, klauteren, beklimmen, klim, col, beklim