Σκαρφαλώνω στα πορτογαλικά
Μετάφραση: σκαρφαλώνω, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
escalada, subida, subir, escalar, de subida
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: σκαρφαλώνω
σκαρφαλώνω συνώνυμα, ονειροκριτης σκαρφαλώνω, σκαρφαλώνω στα αγγλικά, σκαρφαλώνω λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, σκαρφαλώνω στα πορτογαλικά
Μεταφράσεις
- σκαπάνη στα πορτογαλικά - passatempo, enxada, hoe, cavar, capinar, roer
- σκαπανέας στα πορτογαλικά - sapador, Sapper, do Sapper, sapadores, de sapadores
- σκαστός στα πορτογαλικά - cale-se, calar a boca, feche acima, cale a boca, cala a boca
- σκελετός στα πορτογαλικά - estrutura, quadro, moldura, esqueleto, caixilho, modelo, perfumado, ...
Τυχαίες λέξεις
Σκαρφαλώνω στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: escalada, subida, subir, escalar, de subida
Μεταφράσεις: escalada, subida, subir, escalar, de subida