Σκοτώνω στα δανικά
Μετάφραση: σκοτώνω, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
mord, dræbe, ødelægge, slay, slagte, dræbte, slagt
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: σκοτώνω
όνειρο σκοτώνω, σκοτώνω δάντης στίχοι, σκοτώνω συνώνυμα, σκοτώνω δάντης, σκοτώνω ονειροκρίτης, σκοτώνω λεξικό γλώσσας δανικά, σκοτώνω στα δανικά
Μεταφράσεις
- σκοτεινός στα δανικά - mørk, uvidenhed, dunkelhed, mørke, mørkt, mørket, dark
- σκοτσέζος στα δανικά - skotsk, Scottish, skotske, Det skotske
- σκουντουφλώ στα δανικά - snuble, Stumble, snubler, af Stumble, fejltrin
- σκουντώ στα δανικά - nudge, puf, skub, vink, lille puf
Τυχαίες λέξεις
Σκοτώνω στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: mord, dræbe, ødelægge, slay, slagte, dræbte, slagt
Μεταφράσεις: mord, dræbe, ødelægge, slay, slagte, dræbte, slagt