Σκόπιμα στα δανικά
Μετάφραση: σκόπιμα, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
forsætligt, bevidst, vidende, bevidst at, bevidst har
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: σκόπιμα
σκόπιμα λεξικό γλώσσας δανικά, σκόπιμα στα δανικά
Μεταφράσεις
- σκόνη στα δανικά - støv, støvet, af støv
- σκόντο στα δανικά - Skonto, af Skonto
- σκόπιμος στα δανικά - målbevidst, målrettet, målrettede, målbevidste, meningsfyldt
- σκόρδο στα δανικά - hvidløg, hvidløg med
Τυχαίες λέξεις
Σκόπιμα στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: forsætligt, bevidst, vidende, bevidst at, bevidst har
Μεταφράσεις: forsætligt, bevidst, vidende, bevidst at, bevidst har