Σκόπιμα στα ολλανδικά
Μετάφραση: σκόπιμα, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
moedwillig, wetens, bewust, willens en wetens, en wetens, opzettelijk
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: σκόπιμα
σκόπιμα λεξικό γλώσσας ολλανδικά, σκόπιμα στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- σκόνη στα ολλανδικά - afval, rommel, prullaria, puin, vuil, stof, rommelzooi, ...
- σκόντο στα ολλανδικά - rabat, korting, Skonto, van Skonto, het Skonto, de Skonto
- σκόπιμος στα ολλανδικά - geschikt, middel, gepast, raadzaam, doelbewust, doelgerichte, doelgericht, ...
- σκόρδο στα ολλανδικά - knoflook, look, de knoflook
Τυχαίες λέξεις
Σκόπιμα στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: moedwillig, wetens, bewust, willens en wetens, en wetens, opzettelijk
Μεταφράσεις: moedwillig, wetens, bewust, willens en wetens, en wetens, opzettelijk