Στιγμιότυπο στα δανικά

Μετάφραση: στιγμιότυπο, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
snapshot, øjebliksbillede, et snapshot
Στιγμιότυπο στα δανικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: στιγμιότυπο

στιγμιότυπο οθόνης, στιγμιότυπο οντότητας, στιγμιότυπο λεξικό, στιγμιότυπο αρμονικού κύματος, στιγμιότυπο ορισμόσ, στιγμιότυπο λεξικό γλώσσας δανικά, στιγμιότυπο στα δανικά

Μεταφράσεις

  • στιγματίζω στα δανικά - mærke, stigmatisere, stemple, brændemærke, stigmatiserer, at stigmatisere
  • στιγμιαίος στα δανικά - øjeblik, øjeblikkelig, øjeblikkelige, momentan, øjeblikkeligt, vandvarmere
  • στιλβώνω στα δανικά - pudse, polere, polsk, polske, polish, polering
  • στιλπνός στα δανικά - skinnende, glansfulde, glansfuldt, blanke, blankt
Τυχαίες λέξεις
Στιγμιότυπο στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: snapshot, øjebliksbillede, et snapshot