Στραμπουλίζω στα δανικά
Μετάφραση: στραμπουλίζω, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
nøgle, forstuvning, forstuvninger, sprain, forstrækning
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: στραμπουλίζω
στραμπουλίζω λεξικό γλώσσας δανικά, στραμπουλίζω στα δανικά
Μεταφράσεις
- στραγγίζω στα δανικά - afløb, kloakledning, dræne, vride, vrid, vrider, appellere, ...
- στραγγαλίζω στα δανικά - garrotte
- στραπατσάρισμα στα δανικά - dent, bule, fordybning, gige
- στρατάρχης στα δανικά - felt, område, inden, området, feltet
Τυχαίες λέξεις
Στραμπουλίζω στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: nøgle, forstuvning, forstuvninger, sprain, forstrækning
Μεταφράσεις: nøgle, forstuvning, forstuvninger, sprain, forstrækning