Στραμπουλίζω στα λιθουανικά
Μετάφραση: στραμπουλίζω, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
melodija, arija, veislė, patempimas, sausgyslių patempimas, patempimai, Tempimui
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: στραμπουλίζω
στραμπουλίζω λεξικό γλώσσας λιθουανικά, στραμπουλίζω στα λιθουανικά
Μεταφράσεις
- στραγγίζω στα λιθουανικά - nuotakas, drenažas, gręžimas, išpešti, sulčiaspaudė, nusukti, gręžti
- στραγγαλίζω στα λιθουανικά - garota, nubausti mirtimi pasmaugiant, pasmaugti norint apiplėšti, pasmaugimas norint apiplėšti
- στραπατσάρισμα στα λιθουανικά - apmažinti, įkirsti, apmažinimas, krumplys, išranta
- στρατάρχης στα λιθουανικά - srityje, lauko, laukas, lauke, sritis
Τυχαίες λέξεις
Στραμπουλίζω στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: melodija, arija, veislė, patempimas, sausgyslių patempimas, patempimai, Tempimui
Μεταφράσεις: melodija, arija, veislė, patempimas, sausgyslių patempimas, patempimai, Tempimui