Συκώτι στα δανικά
Μετάφραση: συκώτι, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
lever, leveren, liver, lever-
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: συκώτι
συκώτι σαβόρε, συκώτι με μέλι, συκώτι αργυρώ, συκώτι μοσχαρίσιο, συκώτι μοσχαρίσιο θεικό, συκώτι λεξικό γλώσσας δανικά, συκώτι στα δανικά
Μεταφράσεις
- συκοφαντία στα δανικά - bagvaskelse, bagtalelse, bagtale, sladder, injurier
- συκοφαντικός στα δανικά - sycophantic, sleske
- συλλέγω στα δανικά - samle, plukke, indsamle, indsamler, at indsamle, hente
- συλλέκτης στα δανικά - solfanger, collector, opkøber, samleren, kollektor
Τυχαίες λέξεις
Συκώτι στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: lever, leveren, liver, lever-
Μεταφράσεις: lever, leveren, liver, lever-