Συκώτι στα ουκρανικά
Μετάφραση: συκώτι, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
пожвавлюється, печінку, печінка
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: συκώτι
συκώτι σαβόρε, συκώτι με μέλι, συκώτι αργυρώ, συκώτι μοσχαρίσιο, συκώτι μοσχαρίσιο θεικό, συκώτι λεξικό γλώσσας ουκρανικά, συκώτι στα ουκρανικά
Μεταφράσεις
- συκοφαντία στα ουκρανικά - дифамація, обмова, наклеп, наклепи
- συκοφαντικός στα ουκρανικά - наклепницький, улесливий, облесливий, влесливий
- συλλέγω στα ουκρανικά - громадити, інкасувати, набрати, збирати, складати, дражнити, знімати, ...
- συλλέκτης στα ουκρανικά - щітки, колектор, збирач, складальник, колекціонер, коллектор, реагент, ...
Τυχαίες λέξεις
Συκώτι στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: пожвавлюється, печінку, печінка
Μεταφράσεις: пожвавлюється, печінку, печінка