Συκώτι στα εσθονικά
Μετάφραση: συκώτι, Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
maks, maksa, maksas, maksa-, maksafunktsiooni
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: συκώτι
συκώτι σαβόρε, συκώτι με μέλι, συκώτι αργυρώ, συκώτι μοσχαρίσιο, συκώτι μοσχαρίσιο θεικό, συκώτι λεξικό γλώσσας εσθονικά, συκώτι στα εσθονικά
Μεταφράσεις
- συκοφαντία στα εσθονικά - laim, kallaletung, laimu, klatš, laimus, laidujutt
- συκοφαντικός στα εσθονικά - solvav, laimav, Imarteleva
- συλλέγω στα εσθονικά - valima, koostama, koonduma, kompileerima, kirka, noppima, koguma, ...
- συλλέκτης στα εσθονικά - kollektsionäär, kollektor, koguja, kollektori, kokkuostja, Collector
Τυχαίες λέξεις
Συκώτι στα εσθονικά - Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Μεταφράσεις: maks, maksa, maksas, maksa-, maksafunktsiooni
Μεταφράσεις: maks, maksa, maksas, maksa-, maksafunktsiooni