Συνηγορώ στα δανικά

Μετάφραση: συνηγορώ, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
sagfører, advokat, påberåbe, påberåbe sig, paaberaabe sig, paaberaabe
Συνηγορώ στα δανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: συνηγορώ

συνηγορώ συνώνυμα, συνηγορώ λεξικο, συνηγορώ υπέρ, συνηγορώ λεξικό γλώσσας δανικά, συνηγορώ στα δανικά

Μεταφράσεις

  • συνεχώς στα δανικά - konstant, hele tiden, løbende, tiden, stadighed
  • συνηγορία στα δανικά - forsvar, fortalervirksomhed, advocacy, fortalerarbejde, fortalerarbejdet
  • συνηθίζω στα δανικά - vænne, vant, vænne til
  • συνηθισμένος στα δανικά - ordinær, fælles, sædvanlig, almindelig, sædvanlige, sædvanligt, normalt, ...
Τυχαίες λέξεις
Συνηγορώ στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: sagfører, advokat, påberåbe, påberåbe sig, paaberaabe sig, paaberaabe