Συνηγορώ στα σουηδικά
Μετάφραση: συνηγορώ, Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
försvara, åberopa, vädja, vädjar, göra gällande, åberopat
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: συνηγορώ
συνηγορώ συνώνυμα, συνηγορώ λεξικο, συνηγορώ υπέρ, συνηγορώ λεξικό γλώσσας σουηδικά, συνηγορώ στα σουηδικά
Μεταφράσεις
- συνεχώς στα σουηδικά - ideligen, ständigt, hela tiden, konstant, kontinuerligt, tiden
- συνηγορία στα σουηδικά - försvar, påverkans, opinionsbildning, advocacy, påverkansarbete, förespråk
- συνηθίζω στα σουηδικά - vänja
- συνηθισμένος στα σουηδικά - vanligt, bruklig, allmän, ordinär, gängse, gemensam, vanlig, ...
Τυχαίες λέξεις
Συνηγορώ στα σουηδικά - Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά
Μεταφράσεις: försvara, åberopa, vädja, vädjar, göra gällande, åberopat
Μεταφράσεις: försvara, åberopa, vädja, vädjar, göra gällande, åberopat