Συντεταγμένη στα δανικά
Μετάφραση: συντεταγμένη, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
koordinere, samordne, koordinerer, koordinering, samordner
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: συντεταγμένη
συντεταγμένη χρεοκοπία τι είναι, συντεταγμένη χρεοκοπία εντός ευρώ, συντεταγμένη χρεοκοπία, συντεταγμένη πολιτεία, συντεταγμένη χρεοκοπία και καταθέσεις, συντεταγμένη λεξικό γλώσσας δανικά, συντεταγμένη στα δανικά
Μεταφράσεις
- συνταρακτικός στα δανικά - chokerende, rystende
- συντελεστής στα δανικά - faktor, faktoren, element, forhold
- συντεχνία στα δανικά - guild, orden, ordenen, orden med, ordenslægen
- συντηρητικός στα δανικά - konservativ, konservative, konservativt, forsigtig, forsigtigt
Τυχαίες λέξεις
Συντεταγμένη στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: koordinere, samordne, koordinerer, koordinering, samordner
Μεταφράσεις: koordinere, samordne, koordinerer, koordinering, samordner