Συντεταγμένη στα λιθουανικά
Μετάφραση: συντεταγμένη, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
koordinuoti, koordinuoja, derinti, koordinačių, suderinti
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: συντεταγμένη
συντεταγμένη χρεοκοπία τι είναι, συντεταγμένη χρεοκοπία εντός ευρώ, συντεταγμένη χρεοκοπία, συντεταγμένη πολιτεία, συντεταγμένη χρεοκοπία και καταθέσεις, συντεταγμένη λεξικό γλώσσας λιθουανικά, συντεταγμένη στα λιθουανικά
Μεταφράσεις
- συνταρακτικός στα λιθουανικά - šokiruojantis, šokiruoja, šokiruojanti, šokiruojančio, šokiruojantys
- συντελεστής στα λιθουανικά - genas, veiksnys, faktorius, elementas, koeficientas, faktoriaus
- συντεχνία στα λιθουανικά - klubas, gildija, gildijos, gildijai, aukso gildijai, cechas
- συντηρητικός στα λιθουανικά - konservatyvus, konservatorius, konservatyvi, konservatyvios, konservatyvūs
Τυχαίες λέξεις
Συντεταγμένη στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: koordinuoti, koordinuoja, derinti, koordinačių, suderinti
Μεταφράσεις: koordinuoti, koordinuoja, derinti, koordinačių, suderinti