Συντεταγμένη στα ολλανδικά
Μετάφραση: συντεταγμένη, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
coördineren, bijeenschakelen, te coördineren, coördinaat, coördinatie van, coördineert
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: συντεταγμένη
συντεταγμένη χρεοκοπία τι είναι, συντεταγμένη χρεοκοπία εντός ευρώ, συντεταγμένη χρεοκοπία, συντεταγμένη πολιτεία, συντεταγμένη χρεοκοπία και καταθέσεις, συντεταγμένη λεξικό γλώσσας ολλανδικά, συντεταγμένη στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- συνταρακτικός στα ολλανδικά - schokkend, stuitend, schokkende, schokken, het schokken
- συντελεστής στα ολλανδικά - element, bestanddeel, beginsel, makelaar, factor, factor is, factoren
- συντεχνία στα ολλανδικά - vakvereniging, buik, sociëteit, gemeenschap, samenleving, vereniging, club, ...
- συντηρητικός στα ολλανδικά - behoudend, conservatief, conservatieve, voorzichtige, behoudende
Τυχαίες λέξεις
Συντεταγμένη στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: coördineren, bijeenschakelen, te coördineren, coördinaat, coördinatie van, coördineert
Μεταφράσεις: coördineren, bijeenschakelen, te coördineren, coördinaat, coördinatie van, coördineert