Συντεταγμένη στα εσθονικά
Μετάφραση: συντεταγμένη, Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
korrastama, kooskõlastama, koordineerima, koordineerida, kooskõlastada, koordineerib
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: συντεταγμένη
συντεταγμένη χρεοκοπία τι είναι, συντεταγμένη χρεοκοπία εντός ευρώ, συντεταγμένη χρεοκοπία, συντεταγμένη πολιτεία, συντεταγμένη χρεοκοπία και καταθέσεις, συντεταγμένη λεξικό γλώσσας εσθονικά, συντεταγμένη στα εσθονικά
Μεταφράσεις
- συνταρακτικός στα εσθονικά - sütitav, šokeeriv, šokeerivad, šokeerivat, šokeeriva
- συντελεστής στα εσθονικά - faktor, edasimüüja, kordaja, tegur, teguriks, teguri
- συντεχνία στα εσθονικά - korporatsioon, gild, gildi, gildil, gildiga, Guild
- συντηρητικός στα εσθονικά - konservatiivne, konservatiiv, konservatiivse, konservatiivsed, konservatiivset, konservatiivsete
Τυχαίες λέξεις
Συντεταγμένη στα εσθονικά - Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Μεταφράσεις: korrastama, kooskõlastama, koordineerima, koordineerida, kooskõlastada, koordineerib
Μεταφράσεις: korrastama, kooskõlastama, koordineerima, koordineerida, kooskõlastada, koordineerib