Συντεταγμένη στα ισλανδικά
Μετάφραση: συντεταγμένη, Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
samhæfa, samræma, að samræma, hnit, samræmt
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: συντεταγμένη
συντεταγμένη χρεοκοπία τι είναι, συντεταγμένη χρεοκοπία εντός ευρώ, συντεταγμένη χρεοκοπία, συντεταγμένη πολιτεία, συντεταγμένη χρεοκοπία και καταθέσεις, συντεταγμένη λεξικό γλώσσας ισλανδικά, συντεταγμένη στα ισλανδικά
Μεταφράσεις
- συνταρακτικός στα ισλανδικά - átakanlegum, átakanlegt, áfall, Átakanlegur, sláandi
- συντελεστής στα ισλανδικά - þáttur, þátturinn, atriði, storkuþáttar, þáttur sem
- συντεχνία στα ισλανδικά - Guild, Gildi
- συντηρητικός στα ισλανδικά - íhaldssamur, íhaldsmaður, íhaldssamt, íhaldssöm, íhaldssamir, íhaldssama
Τυχαίες λέξεις
Συντεταγμένη στα ισλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Μεταφράσεις: samhæfa, samræma, að samræma, hnit, samræmt
Μεταφράσεις: samhæfa, samræma, að samræma, hnit, samræmt