Συντεταγμένη στα ουκρανικά
Μετάφραση: συντεταγμένη, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
скоординувати, координувати, координата, координуватиме, координуватимуть
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: συντεταγμένη
συντεταγμένη χρεοκοπία τι είναι, συντεταγμένη χρεοκοπία εντός ευρώ, συντεταγμένη χρεοκοπία, συντεταγμένη πολιτεία, συντεταγμένη χρεοκοπία και καταθέσεις, συντεταγμένη λεξικό γλώσσας ουκρανικά, συντεταγμένη στα ουκρανικά
Μεταφράσεις
- συνταρακτικός στα ουκρανικά - помішування, огидний, найогидніший, огидне
- συντελεστής στα ουκρανικά - посередник, чинник, фактор, агент, комісіонер
- συντεχνία στα ουκρανικά - цех, корпорація, профспілку, організування, об'єднання, організовування, гільдія, ...
- συντηρητικός στα ουκρανικά - консерватор, традиційний, консервативний, консервативна, консервативніший
Τυχαίες λέξεις
Συντεταγμένη στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: скоординувати, координувати, координата, координуватиме, координуватимуть
Μεταφράσεις: скоординувати, координувати, координата, координуватиме, координуватимуть