Συντεταγμένη στα πορτογαλικά
Μετάφραση: συντεταγμένη, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
coordenar, coordenada, de coordenadas, coordenar as, coordenar a
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: συντεταγμένη
συντεταγμένη χρεοκοπία τι είναι, συντεταγμένη χρεοκοπία εντός ευρώ, συντεταγμένη χρεοκοπία, συντεταγμένη πολιτεία, συντεταγμένη χρεοκοπία και καταθέσεις, συντεταγμένη λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, συντεταγμένη στα πορτογαλικά
Μεταφράσεις
- συνταρακτικός στα πορτογαλικά - chocante, chocantes, choque, surpreendente, chocando
- συντελεστής στα πορτογαλικά - componente, meio, elemento, corretor, rudimento, fator, fator de, ...
- συντεχνία στα πορτογαλικά - abdómen, barriga, comunidade, sociedade, ventre, grêmio, corporação, ...
- συντηρητικός στα πορτογαλικά - conservador, conservadora, Conservativo, conservadores, conservadoras
Τυχαίες λέξεις
Συντεταγμένη στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: coordenar, coordenada, de coordenadas, coordenar as, coordenar a
Μεταφράσεις: coordenar, coordenada, de coordenadas, coordenar as, coordenar a