Σφοδρά στα δανικά
Μετάφραση: σφοδρά, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
inveighingly
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: σφοδρά
σφοδρά συνώνυμο, σφοδρά λεξικό γλώσσας δανικά, σφοδρά στα δανικά
Μεταφράσεις
- σφικτά στα δανικά - stramt, tæt, fast, holdes tæt, skal holdes tæt
- σφιχτός στα δανικά - stram, stramt, stramme, tæt, fast
- σφοδρός στα δανικά - voldsom, heftige, heftig, heftigt, voldsomme
- σφουγγαρίζω στα δανικά - moppe, mop, moppen
Τυχαίες λέξεις
Σφοδρά στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: inveighingly
Μεταφράσεις: inveighingly