Σφοδρά στα ουκρανικά
Μετάφραση: σφοδρά, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
шалений, жагучий, жагливий, inveighingly
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: σφοδρά
σφοδρά συνώνυμο, σφοδρά λεξικό γλώσσας ουκρανικά, σφοδρά στα ουκρανικά
Μεταφράσεις
- σφικτά στα ουκρανικά - непохитно, твердо, щільно, що щільно
- σφιχτός στα ουκρανικά - щільний, тісно, міцний, тісний, тугий, вузький, щільно, ...
- σφοδρός στα ουκρανικά - підігрітий, палкий, нагрітий, гарячий, шалений, несамовитий
- σφουγγαρίζω στα ουκρανικά - дискутується, швабра, швабри
Τυχαίες λέξεις
Σφοδρά στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: шалений, жагучий, жагливий, inveighingly
Μεταφράσεις: шалений, жагучий, жагливий, inveighingly