Σφοδρά στα εσθονικά

Μετάφραση: σφοδρά, Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
jõuliselt, inveighingly
Σφοδρά στα εσθονικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: σφοδρά

σφοδρά συνώνυμο, σφοδρά λεξικό γλώσσας εσθονικά, σφοδρά στα εσθονικά

Μεταφράσεις

  • σφικτά στα εσθονικά - tugevalt, kindlakäeliselt, kindlalt, tihedalt, rangelt, tugevasti
  • σφιχτός στα εσθονικά - kitsas, tihe, kokkusurutud, pingul, pingeline, range, tihedalt
  • σφοδρός στα εσθονικά - kirglik, keevaline, kiivas, äge, tulisem, hoogustunud
  • σφουγγαρίζω στα εσθονικά - narmashari, pühkimine, MOP, pruunistatud, mopiga, mopi
Τυχαίες λέξεις
Σφοδρά στα εσθονικά - Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Μεταφράσεις: jõuliselt, inveighingly