Σφοδρά στα ολλανδικά

Μετάφραση: σφοδρά, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
inveighingly
Σφοδρά στα ολλανδικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: σφοδρά

σφοδρά συνώνυμο, σφοδρά λεξικό γλώσσας ολλανδικά, σφοδρά στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • σφικτά στα ολλανδικά - stevig, pal, strak, goed, nauw, dicht
  • σφιχτός στα ολλανδικά - nauw, krap, stipt, gierig, inhalig, benauwd, vrekkig, ...
  • σφοδρός στα ολλανδικά - heftig, heftige, felle, hevige, fel
  • σφουγγαρίζω στα ολλανδικά - dweilen, zwabber, mop, dweil
Τυχαίες λέξεις
Σφοδρά στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: inveighingly