Σύντομα στα δανικά

Μετάφραση: σύντομα, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
snart, hurtigt, hurtigst, snarest, når
Σύντομα στα δανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: σύντομα

σύντομα ανέκδοτα 2013, σύντομα ποιήματα, σύντομα αστεία ανέκδοτα, σύντομα όλα θα καίγονται και θα φωτίζουν τα μάτια σου, σύντομα συνώνυμα, σύντομα λεξικό γλώσσας δανικά, σύντομα στα δανικά

Μεταφράσεις

  • σύντηξη στα δανικά - fusion, fusionsenergi, fusionen, sammensmeltning, fusionsprotein
  • σύντμηση στα δανικά - forkortelse, forkortelsen
  • σύντομος στα δανικά - kort, snart, kortfattet, korte, kortvarig, kort sagt
  • σύντροφος στα δανικά - følgesvend, ledsager, companion, kammerat, partner
Τυχαίες λέξεις
Σύντομα στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: snart, hurtigt, hurtigst, snarest, når