Τιμητικός στα δανικά

Μετάφραση: τιμητικός, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
licensens, licenshaverens, licensindehaverens, titular, licensindehaveren
Τιμητικός στα δανικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: τιμητικός

τιμητικός τόμος, τιμητικός τόμος μαλτέζου, τιμητικός τόμος σταθόπουλου, τιμητικός τόμος αγαλλοπούλου, τιμητικός έπαινος στα «βατράχια» του λιμενικού για το φαρμακονήσι, τιμητικός λεξικό γλώσσας δανικά, τιμητικός στα δανικά

Μεταφράσεις

  • τιμαλφή στα δανικά - værdigenstande, værdier, af værdigenstande
  • τιμαλφής στα δανικά - dyr, værdifuld, kær, værdigenstande, værdier, af værdigenstande
  • τιμολόγιο στα δανικά - faktura, fakturaen, fakturaerklæringen, regning
  • τιμωρία στα δανικά - revselse, straf, afstraffelse, straffen, straffe
Τυχαίες λέξεις
Τιμητικός στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: licensens, licenshaverens, licensindehaverens, titular, licensindehaveren