Τιμητικός στα ουκρανικά
Μετάφραση: τιμητικός, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
неоплачуваний, почесний, номінальний, номінальне
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: τιμητικός
τιμητικός τόμος, τιμητικός τόμος μαλτέζου, τιμητικός τόμος σταθόπουλου, τιμητικός τόμος αγαλλοπούλου, τιμητικός έπαινος στα «βατράχια» του λιμενικού για το φαρμακονήσι, τιμητικός λεξικό γλώσσας ουκρανικά, τιμητικός στα ουκρανικά
Μεταφράσεις
- τιμαλφή στα ουκρανικά - оволодіти, володіння, пожиток, манатки, опанувати, цінності, Оцінка, ...
- τιμαλφής στα ουκρανικά - коштовний, вишуканість, промисловий, дорогоцінний, цінний, цінності, Оцінка, ...
- τιμολόγιο στα ουκρανικά - тарифний, розцінка, тариф, рахунок, допомогою
- τιμωρία στα ουκρανικά - карання, покарання, кара, кару
Τυχαίες λέξεις
Τιμητικός στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: неоплачуваний, почесний, номінальний, номінальне
Μεταφράσεις: неоплачуваний, почесний, номінальний, номінальне