Τιμητικός στα ιταλικά
Μετάφραση: τιμητικός, Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
nominale, titolare, titular, titolari, titolare vescovile
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: τιμητικός
τιμητικός τόμος, τιμητικός τόμος μαλτέζου, τιμητικός τόμος σταθόπουλου, τιμητικός τόμος αγαλλοπούλου, τιμητικός έπαινος στα «βατράχια» του λιμενικού για το φαρμακονήσι, τιμητικός λεξικό γλώσσας ιταλικά, τιμητικός στα ιταλικά
Μεταφράσεις
- τιμαλφή στα ιταλικά - proprietà, oggetti preziosi, valori, oggetti di valore, valore, preziosi
- τιμαλφής στα ιταλικά - pregiato, prezioso, oggetti preziosi, valori, oggetti di valore, valore, preziosi
- τιμολόγιο στα ιταλικά - dazio, tariffa, fattura, su fattura, della fattura, fatture, fattura di
- τιμωρία στα ιταλικά - punizione, pena, castigo, punizioni, la punizione
Τυχαίες λέξεις
Τιμητικός στα ιταλικά - Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Μεταφράσεις: nominale, titolare, titular, titolari, titolare vescovile
Μεταφράσεις: nominale, titolare, titular, titolari, titolare vescovile