Τριφύλλι στα δανικά

Μετάφραση: τριφύλλι, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
kløver, Clover, kløvergrøn, kløvergræs, kløver-
Τριφύλλι στα δανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: τριφύλλι

τριφύλλι φυτό, τριφύλλι αλεξανδρινό, τριφύλλι γκαζόν, τριφύλλι ή γκαζόν, τριφύλλι σπορά, τριφύλλι λεξικό γλώσσας δανικά, τριφύλλι στα δανικά

Μεταφράσεις

  • τριποδίζω στα δανικά - galop, galoppen, canter
  • τριτεγγύηση στα δανικά - garant, kautionisten, garanten, kautionist, garantistilleren
  • τριχωτός στα δανικά - behåret, behårede, meget hår, hår, hårede
  • τρομάζω στα δανικά - alarm, overraske, startle, forskrække, forbløffe, forskrækkelse
Τυχαίες λέξεις
Τριφύλλι στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: kløver, Clover, kløvergrøn, kløvergræs, kløver-